Η λογοθεραπεία στα δίγλωσσα παιδιά
Στη σημερινή εποχή δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ένα παιδί να μεγαλώνει με δύο γλώσσες, είτε εξαιτίας των γονιών που είναι διαφορετικών είτε λόγω μετανάστευσης. Αυτά τα παιδιά (όπως και αυτά που μιλάνε μία γλώσσα άλλωστε) ενδέχεται να αναπτύξουν διαταραχές στην επικοινωνία τους. Η λογοθεραπευτική προσέγγιση σε αυτές τις περιπτώσεις διαφοροποιείται από τις άλλες λόγω κάποιων παραμέτρων όπως θα δούμε παρακάτω.
Στα παιδιά η διγλωσσία χωρίζεται σε δύο κυρίως κατηγορίες: την ταυτόχρονη και τη διαδοχική ή επάλληλη διγλωσσία. Στην ταυτόχρονη διγλωσσία το παιδί μεγαλώνει με δυο γλώσσες από τη γέννησή του ή έρχεται σε επαφή με μια δεύτερη γλώσσα πριν τα τρία έτη ζωής. Σε αυτή την περίπτωση το παιδί έχει αρχικά ένα αδιαφοροποίητο γλωσσικό σύστημα. Καθώς μεγαλώνει το παιδί, οι δύο γλώσσες αρχίζουν να διαχωρίζονται αν και υπάρχει κάποια “σύγχυση” (π.χ. στη συντακτική δομή της πρότασης). Μέχρι τη σχολική ηλικία, οι δύο γλώσσες έχουν κατακτηθεί και είναι εντελώς μοναδικές. Το παιδί είναι σε θέση να χρησιμοποιεί και τις δυο γλώσσες άπταιστα.
Στη διαδοχική ή επάλληλη διγλωσσία, το παιδί μαθαίνει μια δεύτερη γλώσσα αφού έχει ήδη αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό την πρώτη. Για παράδειγμα, ένα παιδί που μιλάει αλβανικά και εκτίθεται πρώτη φορά στα ελληνικά όταν πάει νηπιαγωγείο. Στην περίπτωση της διαδοχικής διγλωσσίας φαίνεται να μεσολαβεί και μια ”περίοδος σιωπής”. Είναι μια χρονική περίοδος κατά την οποία το άτομο που μαθαίνει μια δεύτερη γλώσσα ακούει και μαθαίνει, αλλά μιλάει λίγο. Συνήθως, αυτό συμβαίνει όταν η πρώτη γλώσσα αντικαθίσταται απότομα από τη δεύτερη γλώσσα και μπορεί να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στη γνωστική και γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού.
Πολλοί γονείς ανησυχούν μήπως η διγλωσσία προκαλεί κάποιου είδους αναπτυξιακού προβλήματος στο παιδί τους (π.χ. δυσκολίες στη γλωσσική και γνωστική ανάπτυξη). Παλιές έρευνες υποστήριζαν ότι η διγλωσσία έχει αρνητικές επιπτώσεις στη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού. Τώρα πιστεύεται ότι παιδιά μέσης νοημοσύνης μαθαίνουν μία δεύτερη γλώσσα σχετικά εύκολα. Όσο πιο νωρίς ξεκινήσει η δίγλωσση εκπαίδευση, τόσο πιο πιθανό είναι ότι το παιδί θα γίνει ένας ικανός δίγλωσσος, ώστε να μεταβαίνει από τη μία γλώσσα στην άλλη εύκολα και χωρίς προσπάθεια. Η διγλωσσία μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη γνωστική ευελιξία, και κατά συνέπεια θα μπορούσε να ενδυναμώσει τη νοημοσύνη.
Οι διαταραχές στην ανάπτυξη του λόγου μπορεί να εμφανιστούν τόσο στα μονόγλωσσα όσο και στα δίγλωσσα παιδιά. Όταν ένα δίγλωσσο παιδί παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα στην ανάπτυξη του λόγου πρέπει οπωσδήποτε να γίνει αξιολόγηση γλωσσικών ικανοτήτων του παιδιού και στις δυο γλώσσες, ώστε να αποκτηθούν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τη συνολική ικανότητα του παιδιού. Ο λογοθεραπευτής πρέπει να έχει κατάλληλη εκπαίδευση και την εμπειρία, ώστε να χειριστεί τα δίγλωσσα παιδιά.
Στην περίπτωση που το δίγλωσσο παιδί παρουσιάζει διαταραχές στο λόγο (π.χ. γλωσσική καθυστέρηση) οι ειδικοί συμβουλεύουν τους γονείς να διακόψουν τη χρήση μιας γλώσσας (συνήθως του σπιτιού). Με βάση την αξιολόγηση ο λογοθεραπευτής σχεδιάζει και προσαρμόζει το θεραπευτικό πρόγραμμα στις ανάγκες κάθε παιδιού. Η λογοθεραπευτική παρέμβαση στα δίγλωσσα παιδιά στοχεύει στην επαρκή κατάκτηση μίας γλώσσας αρχικά. Οι γονείς δεν πρέπει να θεωρήσουν τη διακοπή χρήσης μιας γλώσσας ως μια μόνιμη κατάσταση, αλλά να προσπαθήσουν να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία για να εισάγουν ξανά τη δεύτερη γλώσσα.
Λογοθεραπευτρία
Τραγά Ελένη