Η συμβολή των γονιών στην θεραπεία παιδιών με αγχώδεις διαταραχές

Τρεις είναι οι πιθανοί ρόλοι των γονιών στη θεραπεία του παιδιού. Περισσότερο συνηθισμένος είναι ο ρόλος του βοηθού με σκοπό τη μεταφορά των δεξιοτήτων από τις συνεδρίες στο οικογενειακό περιβάλλον και το σπίτι. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, οι γονείς θα έχουν περιορισμένη συμμετοχή στο πρόγραμμα παρεμβολής. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να μην είναι παρόντες στις συνεδρίες, αλλά να συναντούν τον ψυχολόγο όταν χρειάζεται, να μιλούν στο τηλέφωνο ή να κάνουν μία ή δύο εκπαιδευτικές συνεδρίες. Αυτή η μορφή της ελάχιστης γονεϊκής συμμετοχής ταιριάζει περισσότερο στη συνεργασία με μεγαλύτερα παιδιά που έχουν μεγαλύτερο κίνητρο, ή σε παιδιά όπου η οικογένεια είναι υποστηρικτική και όπου δεν υπάρχουν μεγαλύτερα οικογενειακά προβλήματα. Όταν οι γονείς εντάσσονται στη θεραπεία ως συν-θεραπευτές, ο ρόλος τους είναι περισσότερο ενεργός. Έρευνες έχουν δείξει ότι μεγαλύτερη γονεϊκή συμβολή στη θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα, ειδικά σε παιδιά με αγχώδεις διαταραχές, σε μικρότερα παιδιά (κάτω των 11 ετών), και σε παιδιά με γονείς που πάσχουν επίσης από άγχος. Περιλαμβάνοντας τους γονείς με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να βοηθήσει τους ίδιους τους γονείς να χρησιμοποιούν τεχνικές σε καθημερινές καταστάσεις που δεν είναι προσβάσιμες από τον ψυχολόγο, και βοηθούν στην εκμάθηση και τη γενίκευσή τους. Με αυτόν τον τρόπο, οι γονείς μαθαίνουν επίσης νέες τεχνικές  για να χειρίζονται τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το παιδί. Αυτή η προσέγγιση φαίνεται κατάλληλη και για περιπτώσεις όπου υπάρχουν παράλληλες δυσκολίες σε γονείς και παιδιά (π.χ. πάσχουν και οι δύο από αγχώδεις διαταραχές).

Διαδεδομένη είναι επίσης η συμβολή των γονιών ως θεραπευόμενοι. Υπάρχουν εκπαιδευτικά προγράμματα για τους γονείς, που επικεντρώνονται στην ανάπτυξη νέων τρόπων ελέγχου και διαμόρφωσης της συμπεριφοράς του παιδιού. Τέτοια προγράμματα εκπαίδευσης φαίνεται να είναι πολύ αποτελεσματικά, ειδικά όταν τα παιδιά ει]ίναι μικρότερα των 10 ετών. Ωστόσο, έχουν λιγότερο καλά αποτελέσματα σε μεγαλύτερα παιδιά, σε περιπτώσεις όπου είναι και άλλα προβλήματα παρόντα, σε μεγάλα προβλήματα, ή και με κοινωνικο-οικονομικό μειονέκτημα, και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει έντονη ασυμφωνία των γονιών. Σε αυτόν το ρόλο, οι γονείς μαθαίνουν να αναγνωρίζουν την επίδραση της δικιάς τους συμπεριφοράς στην εξέλιξη και διατήρηση των προβλημάτων του παιδιού τους καθώς επίσης και να εντοπίζουν το δικό τους άγχος.

Η συμβολή των γονιών στη θεραπεία του παιδιού επιβεβαιώνεται από τα πλεονεκτήματα που προσφέρει. Πρώτα απ’ όλα, ενισχύεται η ακρίβεια των πληροφοριών που αναφέρονται. Ακόμα και αν ένα μέλος της οικογένειας δώσει ασαφείς πληροφορίες για τα συμπτώματα ή για περιστατικά στο σπίτι, κάποιο από τα υπόλοιπα μέλη θα καλύψει αυτό το κενό της ασάφειας. Με αυτόν τον τρόπο, ο ψυχολόγος θα επικεντρωθεί στα πιο σημαντικά στοιχεία του προφίλ του παιδιού. Η αξιολόγηση πριν τη θεραπεία είναι επίσης πολύ βοηθητική για να αποφασίσει ο θεραπευτής με ποιο τρόπο θα πρέπει να ενταχθούν οι γονείς στη θεραπευτική διαδικασία. Οι γονείς για παράδειγμα μπορούν να ενθαρρύνουν το παιδί σε ασκήσεις στο σπίτι. Επιπλέον, μπορούν να παρέχουν πληροφορίες για τρέχουσες αγχωτικές καταστάσεις στη ζωή του παιδιού ή για συγκεκριμένα συμπτώματα που το παιδί μπορεί να διστάζει να πει (π.χ. προβλήματα σε σχέσεις με συνομηλίκους και αντικοινωνική συμπεριφορά). Παρατηρείται ακόμη, ότι η στάση των γονιών απέναντι στη θεραπεία, καθοδηγεί ομοίως και τη στάση του παιδιού απέναντι σε αυτήν. Όταν αυτή είναι θετική, η εμπειρία του παιδιού είναι πιο αποδοτική. Ο ειδικός καθοδηγεί τους γονείς και τους βοηθά να μάθουν επικοινωνιακές τεχνικές όπως είναι η επίλυση προβλημάτων κ.α., με αποτέλεσμα να προωθούν τη μείωση του άγχους και την πρόοδο.

Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος

Θεοδωρακοπούλου Δήμητρα

Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση