Τα βασικά σημεία τως γλωσσικής ανάπτυξης της νηπιακής ή προσχολικής ηλικίας
Η προσχολική ηλικία αφορά στο διάστημα από το 3ο έτος έως το 6ο έτος του παιδιού.
Μολονότι η βραχυλογική μορφή λόγου εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τη γλωσσική
συμπεριφορά του νηπίου κατά τα δύο πρώτα χρόνια της προσχολικής ηλικίας, στο
διάστημα αυτής της αναπτυξιακής περιόδου παρατηρείται ραγδαία ανάπτυξη σε όλους τους τομείς: άρθρωση, λεξιλόγιο, μήκος προτάσεων και γραμματική δομή.
- Γλωσσικά επιτεύγματα του νηπίου
Ο λόγος του νηπίου εμφανίζει σημαντικές βελτιώσεις σε σύγκριση με το λόγο της
βρεφικής ηλικίας. Οι βελτιώσεις αυτές είναι οι εξής:
Άρθρωση: Η προφορά φθόγγων βελτιώνεται ταχύτατα μεταξύ 3 και 3 1/2 ετών.
Λεξιλόγιο: Στο 6ο έτος το παιδί χρησιμοποιεί κατά μέσο όρο 2.500 λέξεις.
Γραμματική δομή: Στο 4ο έτος το παιδί μπορεί και εφαρμόζει τους βασικούς
γραμματικούς κανόνες (π.χ. ουσιαστικό σε πληθυντικό – ρήμα και επίθετο σε
πληθυντικό). Τα δε γραμματικά λάθη του νηπίου είναι λάθη που προκύπτουν από
υπεργενίκευση των γραμματικών κανόνων που εξάγει από την εμπειρία του (π.χ.
γυναικείο – αντρίκειο).
Μήκος προτάσεων: Γύρω στο 4ο έτος το παιδί αρχίζει να χρησιμοποιεί πλήρεις
προτάσεις κατά το πρότυπο των προτάσεων των ενηλίκων.
- Ατέλειες του λόγου του νηπίου
Κύριο χαρακτηριστικό του λόγου του νηπίου είναι ότι χρησιμοποιείται για να εκφράσει επιθυμίες, ανάγκες και προθέσεις, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι σκέψεις και τα σχόλια του άλλου. Ο Piaget έχει περιγράψει τρεις μορφές εγωκεντρικού λόγου:
την επανάληψη: το νήπιο επαναλαμβάνει τις λέξεις κάποιου άλλου
το μονόλογο: το νήπιο μιλά, αν και δεν είναι παρών άλλος στον οποίο θα
μπορούσε να απευθύνεται
το συλλογικό μονόλογο: παιδιά που βρίσκονται στον ίδιο χώρο μιλούν κανονικά,
χωρίς να απευθύνονται το ένα στο άλλο και χωρίς να ενδιαφέρονται για το αν
γίνονται κατανοητά.
Ο εγωκεντρικός λόγος εμφανίζεται ως μορφή ελεύθερου παιγνιδιού και ως τρόπος
άσκησης της γλώσσας. Είναι ενδιαφέρον ότι ο κατά Piaget «εγωκεντρικός λόγος»
εμφανίζεται και σε επόμενες εξελικτικές φάσεις του ανθρώπου και αφορά στο λόγο που αυθόρμητα παράγουμε και απευθύνουμε στον εαυτό μας, καθώς εμπλεκόμαστε σε καθημερινές δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, η πρακτική αυτή έχει περιγραφεί από τον Vygotsky (1978) ως «εσωτερικός λόγος» (inner speech) που την συνδέει με τα
πειράματα του R.E. Levina τα οποία έδειξαν ότι, όταν ένα παιδί προσπαθεί να επιτύχει ένα σκοπό, παράγει λόγο με τον οποίο κατά πρώτον περιγράφει και αναλύει την κατάσταση. Στη συνέχεια αυτός ο εγωκεντρικός λόγος παίρνει χαρακτήρα σχεδιασμού και αναφέρεται σε πιθανά μονοπάτια προς τη λύση, ώσπου τελικά γίνεται μέρος της λύσης. Όπως έχουν δείξει και νεότερες έρευνες που περιγράφουν και αναλύουν το λόγο που αναπτύσσουν οι μαθητές όταν συνεργάζονται σε τριμελείς ομάδες και χρησιμοποιούν Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές (Τρούκη, 2003), οι μαθητές παράγουν εγωκεντρικό λόγο, όταν σκέφτονται φωναχτά και ο λόγος αυτός όχι μόνο συνοδεύει την πράξη, αλλά παίζει σημαντικό ρόλο στην εκτέλεση, στη διεκπεραίωση ενός έργου, καθώς τους βοηθά να εστιάσουν και να οργανώσουν τις ιδέες τους.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με την άποψη του Piaget ότι ο εγωκεντρικός λόγος είναι
κατώτερος λόγος που μειώνεται καθώς το άτομο ωριμάζει νοητικά και γλωσσικά,
θεωρούμε συμφωνώντας με τον Vygotsky ότι έχει ρόλο καθοδηγητή της πράξης που
καθώς μεγαλώνουμε, εσωτερικοποιείται και παίρνει τη μορφή εσωτερικού διαλόγου με τον εαυτό μας, αλλά πραγματώνεται και όταν σκεφτόμαστε φωναχτά.
Λογοθεραπεύτρια
Τραγά Ελένη