Παράλληλη Στήριξη – Συνοδεία Ένταξης

Βασικοί προσανατολισμοί

   Ο θεσμός της παράλληλης στήριξης ή συνοδείας μέσα στη σχολική τάξη έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία της χώρας μας. Η έλλειψη εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης από το δημόσιο σύστημα διορισμού έχει οδηγήσει τους γονείς στην αναζήτηση ιδιωτών για την παροχή υπηρεσιών παράλληλης στήριξης , ενώ συχνά το ρόλο των θεραπευτών ένταξης στην πρωτοβάθμια (δημοτικό) και δευτεροβάθμια εκπαίδευση(Γυμνάσιο-Λύκειο) τον αναλαμβάνουν και άτομα που δεν προέρχονται από παιδαγωγικές σχολές ή δεν έχουν λάβει εξειδικευμένη παιδαγωγική επιμόρφωση.

   Στην επιλογή ατόμων για τη θέση του συνοδού παράλληλης στήριξης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κάποιες βασικές αρχές.

o   Η διάγνωση του παιδιού και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού.

o   Οι τομείς που χρειάζονται περαιτέρω ενίσχυση (παραγωγή λόγου, κοινωνικές δεξιότητες, τροποποίηση συμπεριφοράς, μαθησιακές ικανότητες).

o   Η χρονολογική ηλικία του παιδιού και η τάξη φοίτησης του (π.χ. στις προσχολικές ηλικίες προτιμάται λογοθεραπευτής για συνοδός ένταξης).

o   Η διαφοροποίηση στα άτομα που παίρνουν θέση συνοδού ένταξης και στους θεραπευτές του παιδιού.(Δεν θεωρείται βοηθητικό για τα παιδιά να πραγματοποιεί την παράλληλη στήριξη το ίδιο άτομο που παρέχει θεραπευτικό έργο στο παιδί)

Ο θεραπευτής ένταξης έχει ως στόχο να βοηθήσει στην καλύτερη παιδαγωγική αντιμετώπιση παιδιών και εφήβων από τη σχολική κοινότητα, με δεδομένο ότι ο εκπαιδευτικός του σχολείου έχει -ως ένα βαθμό- ξεπεράσει αφενός, το συναίσθημα ότι δε γνωρίζει τίποτα σχετικά – ή στον αντίποδα αυτού- το αίσθημα ότι “τα έχει ακούσει όλα”. Με το κείμενο αυτό θέλουμε να τονίσουμε πόσο σημαντική είναι η θέση του εκπαιδευτικού που στηρίζει την ψυχοκοινωνική διεργασία της τάξης και να εκφράσουμε την εκτίμηση και συμπαράστασή μας για το ενδιαφέρον και την κριτική στάση του προς το είδος και τις πρακτικές μετάδοσης γνώσης.

Θα πρέπει να σημειώσουμε εξ αρχής μερικές σημαντικές παραμέτρους-αρχές, σημαντικές ως θέσεις για μας, που ίσως είναι – κάποιες, ή για κάποιους – αυτονόητες:

α) η κατανόηση και η συμβολή στο ξεπέρασμα προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και οι έφηβοι πρέπει να συνάδει με το ρόλο που κάθε άτομο έχει αναλάβει απέναντι στα συγκεκριμένα παιδιά και τους εφήβους. Η υπέρβαση των ορίων (λ.χ. καθηγητής – φίλος ή σύμβουλος) μπορεί να γίνει μέσα από προσεκτικές διαδικασίες διασφάλισης συναίνεσης.

β) πρέπει να αποφεύγονται πρακτικές αρνητικού ή θετικού στιγματισμού.

γ) η παρέμβαση από εμάς τουλάχιστον, δε νοείται ως διορθωτική ή θεραπευτική με την έννοια της αποκατάστασης κάποιας εγγενούς βλάβης, αλλά ως δημιουργική για την από κοινού εξεύρεση λύσεων που να βελτιώνουν την ποιότητα της σχολικής ζωής. Η αρωγή προς ένα παιδί στην προσαρμογή του στο σχολείο είναι πρώτιστα μια κίνηση μετασχηματισμού του σχολείου προκειμένου αυτό να είναι πιο δίκαιο. Από αυτήν την άποψη, μιλάμε για διαδικασίες αναζήτησης και δόμησης μιας καλύτερης ισορροπίας εντός του σχολείου.

δ) κάθε παιδί και έφηβος είναι μοναδικά πρόσωπα. Αυτό σημαίνει ότι για την περίπτωσή του χρειάζεται τροποποίηση και της δικής μας αντίληψης και πράξης. Αυτή η τροποποίηση δεν είναι μόνο  μια διαδικασία παροχής κατάλληλων ερεθισμάτων προς το παιδί αλλά η διαρκής επεξεργασία μιας διερευνητικής παιδαγωγικής στάσης για το τι βοηθά και τι όχι ανά περίπτωση και κατάσταση (το νόημα της “εξατομίκευσης”).

Βοηθώντας τη συμμετοχή στο μάθημα

Θα πρέπει να το τονίσουμε επίσης ότι η ενθάρρυνση της κοινωνικής επαφής μπορεί να γίνει από έναν εκπαιδευτικό ο οποίος αποζητά με ισότιμο τρόπο (πρωτίστως, δηλαδή δεν παραμελεί,) τη συμμετοχή ενός παιδιού με κάποιες δυσκολίες εντός της τάξης.

  • Η παρέμβαση του εκπαιδευτικού σε αυτό το επίπεδο ξεκινά μέσα στην τάξη.
  • Η κοινωνική αναβάθμιση εντός της τάξης θα έχει από μόνη της και θετική ανάκλαση στο διάλειμμα και η συμμετοχή στο μάθημα είναι από μόνη της πολύ σημαντική. Η ενθάρρυνσή της είναι μια διαρκής ανάγκη που πρέπει να καλύπτει ο εκπαιδευτικός.
  • Είτε πρόκειται για την αρχή της χρονιάς, το μέσον ή το τέλος της, η συμμετοχή μπορεί να βελτιωθεί, και ακόμα κι αν ένα παιδί έχει καταστεί στην πορεία της χρονιάς μη συμμετοχικό, είναι σημαντικό να καλλιεργηθεί η βελτίωσή σε αυτόν τον τομέα οποιαδήποτε στιγμή.

Αυτό ισχύει γενικώς: είναι καλύτερο από την προοδευτική παραμέληση ενός παιδιού να ρισκάρει κανείς ως ένα βαθμό και να προσπαθήσει να μειώσει την απόσταση, έστω κι αν τα πράγματα φαίνεται να έχουν πάρει μια κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση είναι  σημαντική η κατάστρωση από τον κάθε εκπαιδευτικό ενός πλάνου για το πώς με μικρά βήματα θα προσεγγίσει-βοηθήσει τη συμμετοχή του παιδιού στην τάξη και την παρακολούθησή του με συνέπεια και χωρίς πισωγυρίσματα.

  • Πολύ σημαντικές είναι οι παράμετροι της διαπροσωπικής και συμμετοχικής επαφής όπως η συχνότητα και η διάρκεια. Από αυτήν την άποψη, είναι γενικά καλύτερο να βελτιώνεται η κατάσταση μέσα από μικρές και συχνότερες επαφές παρά από μία μεγαλύτερης διάρκειας. Η μακράς διάρκειας διαπροσωπική επαφή (λ.χ. η αόριστη κουβεντούλα) μπορεί να κουράζει τα εν λόγω παιδιά και τους εφήβους, την ίδια στιγμή που την αποζητούν και τη ζηλεύουν διαρκώς.
  • Σημαντική εδώ είναι η εγρήγορση και η εκμετάλλευση ή ενθάρρυνση μια συχνής συμμετοχής του μαθητή στα τεκταινόμενα στην τάξη. Ο θεραπευτής ένταξης μαζί με τον  εκπαιδευτικό της τάξης μπορεί να διαμορφώσει έναν ρυθμό σχολικής μάθησης της “ύλης” που να μην αποκλείει μαθητές και να μην αναπαράγει αδικίες.
  • Πολύ σημαντική είναι η ηπιότητα και η βραδύτητα στην προσέγγιση. Αυτό σημαίνει σαφήνεια, ακριβολογία και λακωνικότητα στην έκφραση. Σημαντικό είναι να εξασφαλίζειπάντα ο θεραπευτής ένταξης τον χρόνο στο παιδί για να απαντήσει ή να σχολιάσει, να μην εκλαμβάνει τη σιωπή του ή βραδυπορία του ως έλλειψη σεβασμού, και να ακούει πάρα πολύ προσεκτικά το παιδί όταν ΄΄ανοίγεται΄΄ , όντας ο ίδιος-η ίδια έτοιμος-η να ενθαρρύνει τέτοιες στιγμές. Θα πρέπει επίσης να μεταδίδει στους μαθητές τον σεβασμό στον ρυθμό του παιδιού.
  • Ένα ακόμα τεχνικό ζήτημα είναι ο τρόπος της διδακτικής ερώτησης. Γενικός κανόνας είναι ότι οι κλειστές ερωτήσεις (ή ερωτήσεις ολικής άγνοιας) που μπορούν να απαντηθούν με “ναι” ή “όχι” θα πρέπει να αποφεύγονται,
  • Βοηθητικές είναι οι ερωτήσεις που αναζητούν συγκεκριμένες πληροφορίες, ή αυτές  που δημιουργούν λίστες, λ.χ. πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα, ή τα σημαντικά γεγονότα, αντί για ερωτήσεις του τύπου “τι ξέρετε για…”.

 

Της Μάρθας Ηλιοπούλου

Ειδική Παιδαγωγός/Φιλόλογος

Θεραπευτής Ένταξης (Θ.Ε.Κ.Ο Advanced)

Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση