Η παιγνιοθεραπεία είναι μια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που απευθύνεται κυρίως σε παιδιά ηλικίας 3-12 ετών και βασίζεται στην αρχή ότι το παιχνίδι είναι θεραπευτικό κι έχει ζωτική σημασία για την ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού. Η θεραπευτική αυτή προσέγγιση διαφέρει από τις «παραδοσιακές θεραπείες» στο ότι δεν βασίζεται στο λόγο, αλλά στο παιχνίδι. Έτσι, το παιχνίδι μετατρέπεται από μέσο εξωτερίκευσης των συναισθημάτων του παιδιού σε μέσο κατανόησης για το θεραπευτή, για να μετουσιωθεί τελικά σε μέσο θεραπευτικής αλλαγής και προσωπικής ανάπτυξης. Η μέθοδος αυτή μπορεί να εφαρμοστεί εξελικτικά, διαγνωστικά, προληπτικά και θεραπευτικά, ενώ μπορεί επίσης να λειτουργήσει μόνη της (σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο) ή σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες ανάλογα πάντα με το «πρόβλημα» και τη σοβαρότητα του.

Τα παιδιά μέσα από το παιχνίδι μαθαίνουν:

  • Τη σωστή χρήση των παιχνιδιών. Το παιδί βρίσκει ενδιαφέρον να τα επεξεργάζεται με πιο λειτουργικό τρόπο.
  • Δεξιότητες συνεργασίας και αμοιβαιότητας.
  • Κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες.
  • Εξω-λεκτική επικοινωνία.
  • Να ρυθμίζονται οπτικά, κινητικά, αισθητηριακά.
  • Να μιμούνται συνομηλίκους στις δραστηριότητες του παιχνιδιού.
  • Να παίζουν συμβολικά χρησιμοποιώντας τη φαντασία.
  • Να παίζουν με κανόνες, τήρηση σειράς, χρόνου, στόχου.
  • Να επιλύουν προβλήματα.
  • Να εκφράζουν συναισθήματά τους.
  • Να διαχειρίζονται τον θυμό, την επιθετικότητα, την άρνησή, τον ενθουσιασμό τους).
  • Να κατανοούν τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς.
  • Να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως μέρος του συνόλου.