Καλλιεργώντας την αγάπη για το μάθημα της Ιστορίας

Αν θέλαμε να δώσουμε έναν ορισμό για την Ιστορία, τότε θα λέγαμε ότι αποτελεί τη συστηματική μελέτη του παρελθόντος, η οποία εστιάζει στην ανθρώπινη δραστηριότητα ως την παρούσα εποχή. Η Ιστορία μελετά γραπτές πηγές που δίνουν πληροφορίες για το παρελθόν σε πολιτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό και οικονομικό επίπεδο. Διακρίνεται σε δύο διαφορετικές μορφές: την ακαδημαϊκή και τη σχολική Ιστορία, που αποτελεί την «εκλαϊκευμένη» μορφή της πρώτης και αυτήν ακριβώς διδάσκονται οι μαθητές στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Η πρώτη γνωριμία των μαθητών με την Ιστορία ως διδακτικό αντικείμενο, πραγματοποιείται στην Γ΄ Δημοτικού με την ενασχόληση τους με την ελληνική μυθολογία και τα ομηρικά έπη σε απλουστευμένη μορφή καθώς και με τη μελέτη των πρώτων μεγάλων ελληνικών πολιτισμών (Κυκλαδικού, μινωικού, μυκηναϊκού ). Στην Δ΄ Δημοτικού παρακολουθούν την εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού με τη δημιουργία των πόλεων κρατών και στην Ε΄ εξετάζουν τη δημιουργία και την άνθιση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τέλος, στην Στ΄ Δημοτικού οι μαθητές διδάσκονται τα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, χρησιμοποιώντας μάλιστα για πρώτη φορά τις πηγές για την καλύτερη κατανόηση των ιστορικών γεγονότων που παρατίθενται.

Βασικός σκοπός του μαθήματος της Ιστορίας είναι η καλλιέργεια της ιστορικής συνείδησης των μαθητών και της κριτικής τους στάσης απέναντι σε πρόσωπα και γεγονότα. Πώς αντιμετωπίζουν όμως το συγκεκριμένο μάθημα τα παιδιά; Από τη στιγμή που η Ιστορία παύει να αποτελεί ένα ευχάριστο «παραμύθι», ξεκινά μία σκεπτικιστική και αρνητική αντιμετώπισή της. Ονόματα, γεγονότα, χρονολογίες και σημαντικές τοποθεσίες αποτελούν δυσπρόσιτες πληροφορίες για την πλειονότητα των μαθητών.

Παρά ταύτα, υπάρχουν πολλοί τρόποι που μπορούν να συμβάλλουν στην καλλιέργεια μιας θετικής στάσης απέναντι στο διδακτικό αντικείμενο της Ιστορίας σε πρώτο επίπεδο και στην κατάκτησή της ιστορικής συνείδησης εν τέλει.

Πιο συγκεκριμένα, ένας από τους λόγους που τα παιδιά δεν αγαπούν το μάθημα της ιστορίας, είναι γιατί έχουν την εντύπωση ότι τα ιστορικά γεγονότα έχουν τη μορφή σκονισμένων και ξεχασμένων αποκομμάτων παλιών εφημερίδων, που βρίσκονται κλειδωμένα στην αποθήκη του χρόνου και δεν αφορούν, ούτε έχουν άμεση σχέση με την καθημερινότητα που βιώνουν. Αυτή η παγιωμένη αντίληψη μπορεί να αλλάξει μέσα από την παρατήρηση των μαρτύρων του παρελθόντος που βρίσκονται ανάμεσά μας. Κτίρια, εκθέματα μουσείων και αρχαιολογικοί χώροι προσφέρουν την ευκαιρία στους μαθητές, να διαπιστώσουν την άμεση σύνδεση του παρελθόντος με το σήμερα.

Επιπρόσθετα, θα ήταν αμέλεια αν αφήναμε εκτός της προσπάθειας για την καλλιέργεια της αγάπης των μαθητών για την ιστορία, τα τεχνολογικά μέσα. Ο Η/Υ, το διαδίκτυο, τα οπτικοακουστικά υλικά ακόμα και η χρήση ηλεκτρονικών παιχνιδιών ιστορικά τεκμηριωμένων δημιουργούν ένα φιλόξενο κι ευχάριστο περιβάλλον για τα παιδιά που νιώθουν την Ιστορία μια terra incognita.

Όλοι οι παραπάνω τρόποι μπορούν κάλλιστα να εφαρμοστούν τόσο σε μαθητές τυπικής ανάπτυξης, όσο και σε εκείνους με Μαθησιακές Δυσκολίες. Οι τελευταίοι βιώνοντας τα γεγονότα, με διδακτικές τεχνικές όπως αυτή της δραματοποίησης, βλέποντας κι ακούγοντας αυτό που πρέπει να κατακτήσουν και χρησιμοποιώντας τα πλεονεκτήματα που η τεχνολογία προσφέρει, μπορούν πιο εύκολα να αντισταθμίσουν τις δυσκολίες που εμφανίζουν στην κατανόηση ενός γραπτού κειμένου ή του προφορικού λόγου. Επίσης, τα ελλείμματα που εμφανίζουν στην εργαζόμενη μνήμη και στην ανάκληση πληροφοριών γίνονται ευκολότερα διαχειρίσιμα.

Αξιολογώντας τα παραπάνω εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι για να γίνει η Ιστορία αγαπημένο μάθημα των παιδιών, θα πρέπει να ξεφύγει από τα στενά όρια του βιβλίου, που βεβαίως είναι απαραίτητο εργαλείο για την κατάκτηση της γνώσης, και να αποκτήσει χαρακτήρα βιωματικό κι άμεσα σχετιζόμενο με την καθημερινότητα των παιδιών.

Βιβλιογραφία:

Κάββουρα Δ., (2010). Διδακτική της Ιστορίας Επιστήμη, Διδασκαλία, Μάθηση. Αθήνα 2010: εκδ. Μεταίχμιο.

 

 

Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση