Όταν η Πηνελόπη συνάντησε τον Σκρούτζ

Όταν η Πηνελόπη συνάντησε τον Σκρούτζ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που το έλεγαν Πηνελόπη. Η Πηνελόπη δεν αγαπούσε τα Χριστούγεννα. Ποτέ κανένας στο μικρό αλλά όμορφο χωριό της δεν την είχε δει να λέει κάλαντα ή να φτιάχνει χριστουγεννιάτικα στολίδια όπως έκαναν όλα τα παιδιά της ηλικίας της. Όποτε τη ρωτούσαν γιατί δεν της αρέσουν τα Χριστούγεννα, εκείνη είτε δεν έδινε απάντηση, είτε έλεγε ξερά: «Απλώς δεν μου αρέσουν τα Χριστούγεννα! Αφήστε με πια!»

Πάντα όταν ερχόταν η παραμονή των Χριστουγέννων γινόταν βαθιά μελαγχολική… Κλεινόταν μέσα στο μεγάλο αλλά ψυχρό δωμάτιο της. Βλέπετε Πηνελόπη είχε ένα πολύ όμορφο δωμάτιο αλλά ένα ακόμα πιο όμορφο σπίτι! Τίποτα όμως δεν την ευχαριστούσε…  Οι γονείς της δεν την καταλάβαιναν και προσπαθούσαν να της φτιάξουν το κέφι τις μέρες των Χριστουγέννων γεμίζοντας τη δώρα, όμως και πάλι η Πηνελόπη δεν ήθελε να βγαίνει από το δωμάτιό της όταν έφταναν τα Χριστούγεννα. Κοιτούσε  το πότε βροχερό και το πότε χιονισμένο τοπίο και έπειτα τα παιδάκια που ήταν κοντά στην ηλικία της και έτρεχαν από πολύ πρωί στους δρόμους  να πουν τα κάλαντα με ένα μόνιμο ζωγραφισμένο χαμόγελο στα πρόσωπα τους. Εκείνη όμως έμενε μέσα και στο δικό της πρόσωπο ζωγραφιζόταν μόνο η θλίψη.

Η Πηνελόπη μεγάλωνε και μαζί της μεγάλωνε και η αντιπάθεια της για τα Χριστούγεννα. Δεν συμμετείχε πια στις χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις του σχολείου της. Σιγά-σιγά δεν ήθελε καν να περνάει έξω από τα μαγαζιά που ήταν στολισμένα με τόσα φωτεινά λαμπάκια που τα έκαναν να φαντάζουν σαν να ήταν αστέρια κολλημένα πάνω σε τοίχους και βιτρίνες. Όλα αυτά δεν ζέσταιναν την καρδιά της ούτε την έκαναν να αλλάξει διάθεση. Το μόνο που της άρεσε εκείνες τις ημέρες ήταν να κάθεται μπροστά στο τζάκι και να πίνει τη ζεστή της  σοκολάτα και να κοιμάται όσο πιο νωρίς γίνεται για να περάσει η βραδιά των Χριστουγέννων.

Ένα βράδυ παραμονής Χριστουγέννων η Πηνελόπη ήταν πάλι μόνη της μπροστά από το τζάκι της και κοιτούσε τις φλόγες που τρεμόπαιζαν και την ζέσταναν τόσο γλυκά… Ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο κοντά στη πόρτα του σπιτιού της… Νόμιζε πως ήταν ο σκύλος της ο Ερμής που συνήθιζε να χτυπά τη πόρτα όταν κρύωνε για να του ανοίξει η Πηνελόπη και χωθεί σε κάποιο ζεστό χαλάκι… Αυτός ο θόρυβος όμως δεν ήταν ο γνώριμος που έκανε το λευκό σκυλάκι της, έμοιαζε με βήματα αλλά η Πηνελόπη ήξερε πως τέτοια ώρα κανείς δεν κάνει επισκέψεις, όλοι είναι κάπου μαζεμένοι είτε σε κάποιο σπίτι, είτε σε κάποιο ζεστό μέρος με κόσμο, έτσι υπέθεσε πως πάλι ο Ερμής ήθελε παιχνίδια και αγκαλιές, έτσι σηκώθηκε και πήγε και άνοιξε τη πόρτα… Ανοίγοντάς τη, όμως, δεν είδε κανένα στο προσκέφαλο ούτε τον Ερμή, ούτε κάτι άλλο.. Βγήκε λίγο πιο έξω, τώρα ήταν μουδιασμένη και είχε αρχίσει να την κυριεύει ο φόβος… Ξαφνικά είδε μία φιγούρα να κάθεται σε μία από τις καρέκλες που είχαν έξω στο κήπο γύρω από το ξύλινο στρογγυλό τραπέζι… Η Πηνελόπη φοβήθηκε και πήγε να φωνάξει αλλά προτού βγάλει άχνα ακούστηκε μία βαθιά, αντρική και συνάμα γέρικη φωνή να προέρχεται από τη σκοτεινή φιγούρα.
-«Πηνελόπη μη φοβάσαι… Λίγη βοήθεια θέλω..»  είπε η φιγούρα….

Η Πηνελόπη πλησίασε διστακτικά και ρώτησε:
-«Με ξέρετε; Ποιος είστε;»
-«Θέλω λίγο να ζεσταθώ Πηνελόπη…. Μπορείς να με βάλεις για λίγο μπροστά στο τζάκι;» είπε η φιγούρα

Η Πηνελόπη φοβόταν πολύ αλλά ταυτόχρονα ένιωθε πως δεν υπήρχε κάτι που να την απειλεί. Πήρε την απόφαση να τον βοηθήσει αυτόν τον άγνωστο, εξάλλου ήταν στο σπίτι της και οι γονείς της ήταν μέσα και αν τολμούσε να την πειράξει θα έβαζε τις φωνές και θα έρχονταν και θα τον έδιωχναν….
-«Πέρνα μέσα αλλά να ξέρεις πως οι γονείς μου είναι μέσα και αν με πειράξεις θα σε πετάξουν έξω» είπε η Πηνελόπη…
-«Δεν θα σε πειράξω Πηνελόπη. Μην ανησυχείς…» είπε ο άγνωστος..

Τώρα η φιγούρα σηκώθηκε και φαινόταν σαν να καμπούριαζε και να υποβασταζόταν από ένα μπαστούνι.

Πρέπει να είναι πολύ γέρος σκέφτηκε η Πηνελόπη.. Πλησιάζοντας η φιγούρα γινόταν ξεκάθαρο πως ήταν κάποιος άντρας, γέρος που κρατιόταν από ένα μπαστούνι, με μία αρκετά παράξενη μύτη  και μάλιστα κάπως γνώριμο πρόσωπο στη Πηνελόπη…. Ο άγνωστος μπήκε μέσα στο σπίτι και κάθισε σε μία απο τις πολυθρόνες μπροστά στο τζάκι και έβγαλε τα γέρικα χέρια του μέσα από τη ξεθωριασμένη μαύρη κάπα του και τα έβαλε μπροστά στη φωτιά…
-«Σ’ ευχαριστώ Πηνελόπη! Είχα ξεπαγιάσει εκεί έξω..» είπε ο άντρας.
-«Ποιος είσαι» είπε η Πηνελόπη «Μου φαίνεσαι γνωστός αλλά δεν μπορώ να σε θυμηθώ»
-«Κοίταξέ με καλά… Μπορεί και να με θυμηθείς …» είπε ο γέρος

Η Πηνελόπη πήγε πιο κοντά του και τον παρατήρησε προσεκτικά. Τα παπούτσια του ήταν φθαρμένα, η κάπα του το ίδιο και σαν να ήταν βγαλμένη από άλλη εποχή και το ντύσιμο του τόσο ξεπερασμένο..Ήταν πολύ αδύνατος, σχεδόν κοκαλιάρης. Το πρόσωπο του ήταν ζαρωμένο με πολλές ρυτίδες, τα μάτια του ήταν καφέ και γουβωμένα, ενώ τα χείλη ήταν σαν μία λεπτή γραμμή. Εκείνο όμως που έκανε τη Πηνελόπη να προσέξει από τη πρώτη στιγμή ήταν η άσχημη μύτη του ξένου, ήταν μεγάλη και καμπουριαστή με μία μεγάλη κρεατοελιά στη δεξιά πλευρά της.

Το μυαλό της Πηνελόπης εκείνη την ώρα είχε πάρει φωτιά και της έβγαινε ένα όνομα στο στόμα, μα δε τολμούσε να το πει…

Χαζεμένη όπως τον κοιτούσε ο ξένος γύρισε και την κοίταξε κατάματα, τότε η Πηνελόπη τρόμαξε καθώς η σκέψη της επιβεβαιωνόταν μέσα της.
-«Ναι Πηνελόπη αυτός που σκέφτηκες είμαι…..» είπε ο γέρος.
-«Μα δεν μπορεί.. Δεν είναι δυνατόν… Εσύ δεν υπήρξες ποτέ…» απάντησε τρομοκρατημένη εκείνη
-«Υπήρξα και υπάρχω Πηνελόπη… Ναι λοιπόν είμαι αυτός που σκέφτηκες… Είμαι ο Εμπενίζερ Σκρουτζ!» αποκρίθηκε ο γέρος

Η Πηνελόπη σάστισε, δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει! Μα είναι ήρωας παραμυθιού σκέφτηκε το κορίτσι… Δεν γίνεται να υπάρχει! Από την άλλη πάλι αυτός ο άγνωστος ήταν ίδιος με τον Σκρουτζ!
-«Δεν γίνεται αυτό!» αποκρίθηκε έντρομη.. «Εσύ είσαι ένα πλάσμα της φαντασίας που γεννήθηκες μέσα από τη πένα ενός συγγραφέα»
-«Κάνεις λάθος Πηνελόπη.. Η ιστορία μου ήταν πέρα για πέρα αληθινή και διατυμπανίστηκε παντού μετά το θάνατό μου και κάπως έτσι έφτασε στα αυτιά αυτού του συγγραφέα και την έκανε γνωστή παντού.» είπε ο Σκρουτζ..
-«Και έτσι να είναι, τώρα πώς βρίσκεσαι μπροστά μου; Πώς εμφανίζεσαι εφόσον είσαι… νεκρός;» απάντησε η Πηνελόπη και έκανε ένα βήμα πίσω καθώς όσο το σκεφτόταν φοβόταν ακόμα πιο πολύ…!
-«Αυτό είναι μεγάλη ιστορία αγαπητό μου κορίτσι… Νομίζω ξέρεις καλά την ιστορία μου, αυτό που δεν ξέρεις είναι ότι μετά το θάνατό μου έγινα και εγώ ένα πνεύμα των Χριστουγέννων…. Έγινα πνεύμα και επισκέπτομαι αυτούς που θυμίζουν εμένα όπως ήμουν πριν με επισκεφτούν τα τρία πνεύματα των Χριστουγέννων… Τους επισκέπτομαι για να τους υπενθυμίσω πως θα καταλήξουν αν δεν σταματήσουν να μισούν τόσο τα Χριστούγεννα όσο και την ίδια τη ζωή»
-«Δηλαδή εγώ σου θυμίζω εσένα; Μα εγώ δεν είμαι τσιγκούνα…» είπε η Πηνελόπη
-«Τσιγκούνα δεν είσαι αλλά μισείς τα Χριστούγεννα… Έτσι δεν είναι μικρή μου;» της απάντησε ο Σκρουτζ και ανασηκώθηκε για να σταθεί ακριβώς μπροστά της ώστε να μπορεί να τη βλέπει καλύτερα…
-«Ναι έτσι είναι… Αλλά δεν είναι όλα όπως νομίζεις» αποκρίθηκε η Πηνελόπη..
-«Θα ήθελα πολύ να μου εξηγήσεις γιατί δεν αγαπάς τα Χριστούγεννα.. Είσαι πολύ μικρή για να έχεις πληγωθεί τόσο πολύ και να μην τα θες… Αυτό με ανησύχησε σε εσένα και σε επισκέφτηκα τόσο νωρίς»

Η Πηνελόπη εκείνη τη στιγμή ένιωσε κάτι σαν σφίξιμο στο στομάχι δεν ήθελε να μοιραστεί τις σκέψεις της, από την άλλη πάλι ήθελε κάπου να τα πει να ξεσπάσει, να πει όλα αυτά που τόσα χρόνια κρατούσε μέσα της και την βασάνιζαν…
-«Πες μου γλυκό μου κορίτσι… Τι σε βασανίζει…; Τι σου συμβαίνει;» τη ρώτησε ο Σκρουτζ και τη κοίταξε με τα διαπεραστικά του μάτια..

Η Πηνελόπη κάθισε στην απέναντι πολυθρόνα και βυθίστηκε στις αναμνήσεις της, θυμήθηκε όλα αυτά που την πλήγωναν τόσα χρόνια και άρχισε τότε μηχανικά να μιλά…
-«Δεν ήμουν πάντα έτσι… Μου άρεσαν τα Χριστούγεννα όταν ήμουν παιδί απλώς ποτέ δεν τα πέρασα όπως ήθελα εγώ.. Πάντα κάτι συνέβαινε και τα Χριστούγεννα μου καταστρέφονταν. Σιγά-σιγά για μένα μετατρέπονταν αντί για μέρες χαράς, μέρες που τις περνούσα αδιάφορα..»
-«Μα πάντα είχες πολλά δώρα να δεν κάνω λάθος» αντείπε ο Σκρουτζ.
– «Και τι σημαίνει αυτό; Νομίζεις πως όλα αυτά τα δώρα με έκαναν να αισθάνομαι καλύτερα; Σαν παιδί με ενθουσίαζαν αλλά με το καιρό έχαναν την αξία τους…  Τα δώρα μου Σκρουτζ δεν συνοδεύονταν από γέλια και χαρά. Οι δικοί μου σχεδόν πάντα εκείνες τις μέρες ήταν μαλωμένοι… Φώναζαν και έλεγαν λόγια βαριά ο ένας στον άλλον και εγώ τα άκουγα από το δωμάτιό μου και έκλαιγα… Έπειτα μπροστά στους άλλους «φορούσαν»  το καλό τους χαμόγελο και προσποιούνταν τους αγαπημένους. Όλοι έλεγαν πως είμαστε πολλοί αγαπημένοι, όμως κανείς δεν ήταν μπροστά σε αυτούς τους καυγάδες. Κανείς δεν άκουγε τι έλεγαν λίγο πιο μπροστά και φυσικά κανείς δεν ήξερε πόσο πολύ με είχαν πληγώσει λίγα λεπτά πριν…» ξεκίνησε η Πηνελόπη και άρχισαν δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της… «Με πλήγωναν κάθε χρόνο όλο και πιο πολύ καθώς μέρα με τη μέρα γίνονταν όλο και πιο ξένοι και συνεχώς καυγάδιζαν χωρίς να με υπολογίζουν. Κάθε φορά τα Χριστούγεννα προσευχόμουν δυνατά να πάψουν οι φωνές τους έστω και για μία ημέρα αλλά η επιθυμία μου δεν γινόταν εφικτή! Ειδικά εκείνες τις μέρες είχαν μεγαλύτερη ένταση οι τσακωμοί τους, λες και το  έκαναν επίτηδες…!»

Ο Σκρουτζ άκουγε προσεκτικά και σκεφτόταν πως δεν μπορεί μόνο αυτός να είναι ο λόγος που την έκαναν να μισήσει τα Χριστούγεννα… Έτσι τη ρώτησε:
-«Κάλαντα γιατί δεν πήγες ποτέ να πεις; Ίσως αυτό να σε έβαζε στο κλίμα των Χριστουγέννων…

Η Πηνελόπη για άλλη μια φορά αναστέναξε βαθιά και με τρεμάμενη πνιχτή φωνή είπε:
-«Όταν μεγάλωσα και πήγα σχολείο περίμενα με λαχτάρα να μου προτείνει έστω ένα παιδί της τάξης μου να πάμε μαζί για κάλαντα αλλά κανένα δεν ερχόταν γιατί όπως έλεγαν εγώ δεν είμαι σαν αυτούς… Ήμουν πολύ ψηλή και χοντρή… Αυτό συνέχεια μου έλεγαν και έτσι κλεινόμουν σπίτι και τα χάζευα τα υπόλοιπα παιδιά από τα παράθυρα να πηγαίνουν σε παρέες και να λένε μέσα στα χαμόγελα κάλαντα… Βλέπεις Εμπενέζιρ Σκρουτζ οι εποχές άλλαξαν και τα παιδιά έγιναν ακόμα πιο σκληρά.. Έπειτα μεγάλωσα….»

Ο Σκρουτζ άκουγε όλη αυτή την ώρα και σε κάθε λέξη συνειδητοποιούσε πως απέναντι του δεν είχε μια κακιά ψυχή, αλλά μία πληγωμένη και ταυτόχρονα απογοητευμένη. Όμως ένα ερώτημα του δεν είχε λυθεί ακόμα και έτσι ξανά στράφηκε στη Πηνελόπη.
-«Κάτι τελευταίο κορίτσι γιατί δεν έκανες μία καλή πράξη; Αυτό εξάλλου είναι και το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων όχι μόνο τα γλέντια και οι χαρές.»

Η Πηνελόπη σηκώθηκε, σκούπισε τα δάκρυα της και με ένα τόνο λίγο πιο σοβαρό τώρα του είπε
-«Πιστεύεις ότι δεν προσπάθησα; Ξέρεις πόσες φορές ετοίμαζα πακέτα με ρούχα και τρόφιμα για να τα δώσω στους φτωχούς ή σε όποιον τα είχε ανάγκη;

Όμως πάντα κάποιος με σταμάταγε… Και οι γονείς και οι δάσκαλοί μου ακόμα και ο παππάς της ενορίας μου, μου είπε πως κορίτσι μου δεν ξέρουμε κάποιον που να έχει πραγματικά ανάγκη, ή μου είπαν πως όλοι αυτοί οι ζητιάνοι είναι ψεύτες και απατεώνες.. Πώς μπορούσα να βγάλω άκρη Σκρουτζ;  Και τώρα που τα έμαθες όλα αυτά, άσε με γιατί αρκετά θυμήθηκα και έκλαψα.»

Ο Σκρουτζ περπάτησε προς το μέρος της, κοντοστάθηκε ακριβώς μπροστά της, της έπιασε στοργικά το χέρι και της είπε με ζεστή φωνή:
-«Παιδί μου είσαι ένα καλό παιδί με χαρακιές όμως στη ψυχή σου. Εγώ θα σου πω πως το κακό μπορεί να θριαμβεύσει αρκεί οι καλοί άνθρωποι να μην κάνουν τίποτα. Και εμένα πριν αιώνες το κακό πήγε να με καταβροχθίσει αλλά άλλαξα ζωή με μία μικρή παρέμβαση κάποιων πνευμάτων και τότε βρήκα την ευτυχία. Ήμουν τσιγκούνης, μίζερος και ενίοτε κακός με τους γύρω μου. Κανείς δεν ήθελε να με βλέπει μπροστά του και όλοι έλεγαν πίσω μου πως είμαι ο χειρότερος άνθρωπος. Θα πέθαινα και κανένας δεν θα με έκλαιγε, ούτε καν θα νοιαζόταν… Αυτό ήταν το μέλλον που με περίμενε, ένας θάνατος που θα τον περνούσα ολομόναχος και κανέναν δεν θα ενδιέφερε, αυτό μου έδειξε τότε το πνεύμα των Χριστουγέννων του μέλλοντος και αυτό με έκανε να αλλάξω. Σαν κ εσένα και εγώ είχα απογοητευθεί, μα σε κανέναν δεν αξίζει η μιζέρια και η κακία. Βγες και κάνε αυτό που σε ευχαριστεί! Γέλασε με τη ψυχή σου και όταν ακούς φωνές εσύ να λες ένα τραγούδι και να το λες πιο δυνατά όταν οι φωνές είναι δυνατές. Μην υπολογίζεις τους άλλους, κάνε αυτό που σε ευχαριστεί, διασκέδασε τον εαυτό σου και μην περιμένεις παρέα και να δεις που θα έρθουν να σε βρουν και οι παρέες. Πήγαινε και κάνε το καλό, όχι για τους άλλους αλλά για τη δική σου ψυχή! Αυτή θα νιώσει καλύτερα. Ακόμα και αν οι άλλοι είναι απατεώνες, εσύ το καλό θα το έχεις κάνει με ανιδιοτέλεια χωρίς να περιμένεις κάτι. Αυτή να ξέρεις είναι η υψηλότερη μορφή αγάπης το να προσφέρεις, χωρίς να περιμένεις αντάλλαγμα… Εύχομαι να σε βοήθησα και να μην ξανά περάσεις κλαίγοντας Χριστούγεννα. Μόνο δάκρυα χαράς να βρεθούν στα μάτια σου. Είσαι μία καλή ψυχή…. Μην την αφήσεις να χαθεί!»

Η Πηνελόπη έβαλε τα λόγια του Σκρουτζ στη καρδιά της και μέχρι να ανοιγοκλείσει τα μάτια της ο Σκρουτζ είχε χαθεί από μπροστά της….
Την επόμενη μέρα ξύπνησε στη πολυθρόνα, το τζάκι είχε σβήσει και εκείνη καθόταν σκεπτική και αναρωτιόταν αν αυτό που είχε ζήσει το προηγούμενο βράδυ ήταν όνειρο ή αλήθεια….. Για να μην σαλέψει ο νους της είπε πως ήταν όνειρο αλλά βαθιά μέσα η ψυχή της ήξερε πως ήταν αλήθεια. Κάπου από το βάθος κοντά στη κουζίνα άρχισε να ακούει πάλι φωνές και δεν ήταν άλλες από των γονιών της. Έτσι σηκώθηκε, πήρε το παλτό της και βγήκε στο χωριό.

Συνειδητοποίησε πως ήταν ανήμερα των Χριστουγέννων και ο περισσότερος κόσμος έτρωγε μαζί με συγγενείς στα σπίτια του. Ευτυχώς για εκείνη γιατί κανείς δεν την πρόσεχε… Κάπου λίγο πριν τη λιθόστρωτη πλατεία του χωριού καθόταν σ’ ένα πεζούλι ένα μικρό αγοράκι, ήταν κουλουριασμένο και φαινόταν σχεδόν κοκαλωμένο από το κρύο. Η Πηνελόπη έτρεξε προς το μέρος του και το είδε μελανιασμένο σχεδόν. Άρχισε να το σκουντά και του μιλά μα δεν ανταποκρινόταν. Έτσι έβγαλε το παλτό της και το τύλιξε, το παιδί συνήλθε για λίγο και το μόνο που ψέλισε ήταν ένα ξεψυχισμένο «πεινάω».. Η Πηνελόπη το πήρε γρήγορα αγκαλιά και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι της… Έφτασε λαχανιασμένη στη πόρτα του σπιτιού της και άρχισε να τη χτυπά με δύναμη. Άνοιξε αμέσως η μητέρα της που μόλις την είδε με το παιδί στα χέρια έμεινε εμβρόντητη..!
-«Τι κάνεις με αυτό το παιδί στην αγκαλιά; Τι το έφερες εδώ; Πού ξέρεις ποιο είναι και τι είναι;» είπε με αυστηρό τόνο η μητέρα της.

Τότε η Πηνελόπη θόλωσε και αγριεμένη γύρισε της είπε;
-«Δεν ξέρω ούτε ποιο είναι και από πού είναι και τι είναι… Αυτό που ξέρω είναι πως πεθαίνει! Φέρ’ του λοιπόν κάτι να φάει πριν να είναι πολύ αργά!»
Έτσι και έγινε… Τάισαν το παιδί, του φόρεσαν καθαρά ζεστά ρούχα, του έδωσαν και δώρα και μετά το έβαλαν να κοιμηθεί στο δωμάτιο της Πηνελόπης. Εκείνη στεκόταν δίπλα του όλη την ώρα να το προσέχει. Όταν ξύπνησε το μικρό αγόρι είπε με φωνή τρεμάμενη αλλά και τόσο γλυκιά:
-«Σας ευχαριστώ πολύ κυρία,, Πέρασα τα πιο όμορφα Χριστούγεννα της ζωής μου».

Τότε η Πηνελόπη ένιωσε ένα κύμα αγαλλίασης και αγάπης να τη κατακλύζει…! Πήρε αγκαλιά το αγοράκι και του είπε πως και για εκείνη ήταν τα πιο όμορφα Χριστούγεννα που είχε περάσει ποτέ της…. Και κάπως έτσι δάκρυα χαράς ανέβηκαν στα μάτια της και τότε κατάλαβε πως η ευχή που της είχε δώσει ο Σκρουτζ έπιασε…!

Σόφη Βαφάκου

 

Μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση