Προειδοποιητικά σημάδια μαθησιακών δυσκολιών
Η Αμερικάνικη οργάνωση Coordinated Campaign for Learning Disabilities (CCLD), προτείνει μερικά προειδοποιητικά σημάδια (σε κάθε περίπτωση αρκούν ένα ή δυο από αυτά) που μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει οποιοσδήποτε ενήλικας του περιβάλλοντος του παιδιού, ειδικός ή μη, ώστε να το παραπέμψει έγκαιρα για συνολική αξιολόγηση.
Α΄. Για παιδιά προσχολικής ηλικίας:
� Καθυστερημένη εμφάνιση ομιλίας, σε σύγκριση με τα άλλα παιδιά
�Προβλήματα προφοράς.
� Αργή ανάπτυξη λεξιλογίου, συχνά αδυναμία εύρεσης της κατάλληλης λέξης .
� Δυσκολία στην εκμάθηση αριθμών, αλφαβήτου, ημερών της εβδομάδας .
� Υπερβολικά ανήσυχο και εύκολη διάσπαση προσοχής .
� Δυσκολία στην αλληλεπίδραση με τους .
� Περιορισμένη ικανότητα στην ακολουθία οδηγιών ή τυποποιημένων ενεργειών .
Β΄. Για παιδιά από την Α΄ έως την Δ΄ τάξη του δημοτικού σχολείου:
Αργός ρυθμός στην εκμάθηση της σχέσης μεταξύ ήχων και γραμμάτων .
� Μπερδεύουν λέξεις του βασικού λεξιλογίου.
� Συστηματικά αναγνωστικά και ορθογραφικά λάθη, συμπεριλαμβανομένων και αντιστροφών γραμμάτων (ε-3), αντικαταστάσεις λέξεων (άσπρο-άστρο), κλπ.
� Μπερδεύει ακολουθίες αριθμών και αριθμητικά σύμβολα (+, -, κλπ.)
� Αργή ανάκληση γεγονότων
� Αργή εκμάθηση νέων δεξιοτήτων, βασίζονται δύσκολα στην απομνημόνευση
� Παρορμητικότητα, έλλειψη σχεδιασμού
� Ασταθές κράτημα μολυβιού
� Πρόβλημα στην εκμάθηση του χρόνου
� Φτωχός συντονισμός, άγνοια φυσικού περιβάλλοντος, παθαίνουν εύκολα ατυχήματα .
Έρευνες έχουν αποδείξει, ότι παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες χρησιμοποιούν αυθόρμητα λιγότερες στρατηγικές σε σχέση με τους συνομηλίκους τους. Οι στρατηγικές μάθησης μπορούν να διακριθούν σε γνωστικές και μεταγνωστικές. Το πρόβλημα πάντως, δεν είναι τόσο η εκμάθηση όσο η επιλογή, η χρήση και ο συνδυασμός των στρατηγικών (Wong, 1996). Ο Flavell, (1976) επεσήμανε ότι με τον όρο μεταγνώση εννοούμε την ενημερότητα ενός ατόμου για τις γνωστικές του λειτουργίες, τις γνωστικές του δυνάμεις και αδυναμίες και την αυτορρύθμισή του. Η αυτορρύθμιση ή αυτοκαθοδηγούμενη μάθηση, στην ουσία συνδυάζει τη μεταγνώση και τα κίνητρα σε σχέση με το έργο και αποτελεί σημαντικό συστατικό της όλης διαδικασίας λύσης προβλημάτων ή μάθησης (Μπεζέ, 1998). H αυτορρύθμιση πάντως είναι δυνατόν να διδαχτεί στα παιδιά, ακόμα και σε αυτά που έχουν μαθησιακές δυσκολίες, όπως υποστηρίζουν οι Wong &Jones, (1982).
Παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες χαρακτηρίζονται επίσης από εξωπροσωπικό έλεγχο στη συμπεριφορά τους (external locus of control) (Pearl, 1982), από επαναλαμβανόμενες αρνητικές αυτοαξιολογήσεις σε σχέση με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος και την υποκειμενική εκτίμηση της δυσκολίας του έργου και τέλος από την έλλειψη κινήτρων, που μπορεί να είναι πρωτογενής ή δευτερογενής ως μαθημένη αδυναμία. Όλα αυτά καθηλώνουν το παιδί σε μια παθητική και αναποτελεσματική επαφή με το περιβάλλον, περιορίζοντας δραματικά τη δυνατότητά του για μάθηση.
Ηλιοπούλου Μάρθα
Ειδική Παιδαγωγός/Φιλόλογος